κυανῖτις

κυανῖτις

κυανῖτις, ιδος, ἡ, dem Dunkelblauen ähnlich, dunkel, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυανίτις — κυανῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει χρώμα σκοτεινό με απόκλιση προς το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ῖτις (πρβλ. βαλαν ῖτις, καλαμ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

  • κυανίτιδες — κυανί̱τιδες , κυανῖτις bluish grey fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανίτιδι — κυανί̱τιδι , κυανῖτις bluish grey fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανίτιδος — κυανί̱τιδος , κυανῖτις bluish grey fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”