κυνάρα

κυνάρα

κυνάρα u. κύναρος ἄκανϑα, = κυνόςβατος od. κινάρα, Soph. u. A. bei Ath. II, 70 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυνάρα — κυνάρᾱ , κυνάρα fem nom/voc/acc dual κυνάρᾱ , κυνάρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάρᾳ — κυνάρᾱͅ , κυνάρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάρα — η (Α κυνάρα) βλ. κινάρα …   Dictionary of Greek

  • κυνάρας — κυνάρᾱς , κυνάρα fem acc pl κυνάρᾱς , κυνάρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάραι — κυνάρᾱͅ , κυνάρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάραν — κυνάρᾱν , κυνάρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CINARA — apud Columellam, l. 10. v. 235. Horrida ponatur Cinara. ex Graeco Κινάρα, Latinis Carduns, Siculis olim cactus est, quem articactum hodie Galli vocant, Artichaut. Athen. l. 11. Τίς δὲ τούτοις οὐχι πειθόμενος θαῤῥῶν ἀ `ν εἴποι τὴν κάκτον εἶναι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάκτος — ο και η (Α κάκτος) νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών τής οικογένειας κακτίδες | αρχ. 1. είδος τού φυτού κυνάρα, κν. αγριαγκινάρα 2. ο καρπός τής κυνάρας 3. το φύλλο τού καρπού τής κυνάρας, το οποίο τρώγεται, εκτός από το αγκάθι που έχει στην… …   Dictionary of Greek

  • κινάρα — η (Α κινάρα και κυνάρα) γένος φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που κυριότερο είδος του είναι η αγκινάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • κύναρος — Νησίδα του Αιγαίου πελάγους. Βλ. λ. Κίναρος. * * * κύναρος, ἡ (Α) φρ. «κύναρος ἄκανθα» αγκινάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυνάρα*] …   Dictionary of Greek

  • κύνειος — κύνειος, εία, ον (AM, Α θηλ. και κύνειος και κυνάς, άδος) [κύων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκύλο, κυνικός, σκυλήσιος αρχ. 1. μτφ. αθλιότατος, ελεεινός («θάνατος μὲν oὖv κύνειος», Αριστοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ κυνεία η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”