- κυν-οῦλκος
κυν-οῦλκος, Hunde ziehend, führend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυν-οῦλκος, Hunde ziehend, führend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνουλκός — κυνουλκός, ὁ (Α) αυτός που έχει μαζί του σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ ουλκός, ιχθυ ουλκός] … Dictionary of Greek