κυαθίσκος

κυαθίσκος

κυαθίσκος, , ebenfalls dim. zu κύαϑος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυαθίσκος — spoon shaped end masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαθίσκος — ο (Α κυαθίσκος) νεοελλ. μικρός κύαθος, μικρό ποτήρι αρχ. 1. το κοίλο μέρος τού καθετήρα 2. χειρουργικό εργαλείο για εξαγωγή βελών ή άλλων βλημάτων από τα τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. καλαθ ίσκος, οικ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κυαθίσκον — κυαθίσκος spoon shaped end masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαθίσκου — κυαθίσκος spoon shaped end masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυαθίσκῳ — κυαθίσκος spoon shaped end masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόκλειος — διόκλειος, ο (Α) φρ. «διόκλειος κυαθίσκος» χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να βγάζουν από τα τραύματα τα βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πήρε την ονομασία της από τον γιατρό του 4ου π.Χ. αιώνα Διοκλή τον Καρύστιο, ο οποίος επινόησε αυτό το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”