- κυν-ηλασία
κυν-ηλασία, ἡ, Jagd mit Hunden, Callim. Dian. 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυν-ηλασία, ἡ, Jagd mit Hunden, Callim. Dian. 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνηλασία — κυνηλασία, επικ. τ. κυνηλασίη, ἡ (Α) το κυνήγι με σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. κωπ ηλασία, ξεν ηλασία. Το η τού τ. ερμηνεύεται με τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek