- κυνο-θαρσής
κυνο-θαρσής, ές, hundedreist, frech wie ein Hund, Theocr. 15, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνο-θαρσής, ές, hundedreist, frech wie ein Hund, Theocr. 15, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοθαρσής — θεοθαρσής, ές (Μ) αυτός που έχει εμπιστοσύνη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. α θαρσής, κυνο θαρσής] … Dictionary of Greek
λυκοθαρσής — και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, ές (Α) τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυ θαρσής, κυνο θαρσής] … Dictionary of Greek
μεγαθαρσής — μεγαθαρσής, ές (Α) πολύ θαρραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. κυνο θαρσής, πολυ θαρσής] … Dictionary of Greek