- κυνο-ειδής
κυνο-ειδής, ές, hundeartig, hündisch; ϑηρίον, πρόςωπα κυνοειδέστερα, Arist. H. A. 2, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνο-ειδής, ές, hundeartig, hündisch; ϑηρίον, πρόςωπα κυνοειδέστερα, Arist. H. A. 2, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.