- κυβο-ειδής
κυβο-ειδής, ές, würfelförmig, kubisch, Strab. XVI, 738 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβο-ειδής, ές, würfelförmig, kubisch, Strab. XVI, 738 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυβοειδής — ές (Α κυβοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με κύβο, που έχει σχήμα κύβου 2. φρ. ανατ. «κυβοειδές οστό» οστό τού δεύτερου στοίχου τών οστών τού ταρσού που έχει σχήμα κυβικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + ειδής*] … Dictionary of Greek