- γυμνηλός
γυμνηλός (entblößt), arm, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνηλός (entblößt), arm, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνηλοί — γυμνηλός poor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek