- κυανο-βλέφαρος
κυανο-βλέφαρος, mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανο-βλέφαρος, mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιανογλέφαρος — ἱανογλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιο γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α συνθετικό κυανο (πρβλ. κυανο βλέφαρος)] … Dictionary of Greek