- προ-αγνεύω
προ-αγνεύω, sich od. Andere vorher reinigen, durch Fasten u. Enthaltsamkeit aller Art, Sp., wie Themist. u. Epict. 3, 21, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αγνεύω, sich od. Andere vorher reinigen, durch Fasten u. Enthaltsamkeit aller Art, Sp., wie Themist. u. Epict. 3, 21, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προηγνευκότα — πρό ἁγνεύω consider as part of purity perf part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) προηγνευκότα , πρό ἁγνεύω consider as part of purity perf part act masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγνεύω — ΝΜΑ 1. εξαγνίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (με ειδ. εκκλ. σημ.) εξαγνίζω με τη διαδικασία τής αποχής και τής νηστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἁγνεύω «είμαι αγνός, εξαγνίζω»] … Dictionary of Greek
προηγνευκός — πρό ἁγνεύω consider as part of purity perf part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)