- γυναικο-κράτεια
γυναικο-κράτεια, ἡ, dasselbe, Plut. Lyc. 14, wenn nicht auch hier -κρατία zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικο-κράτεια, ἡ, dasselbe, Plut. Lyc. 14, wenn nicht auch hier -κρατία zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργοκράτεια — ἡ, Μ η επικράτηση με τη βοήθεια πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κράτεια (< κρατής < κράτος), πρβλ. γυναικο κράτεια, παθο κράτεια] … Dictionary of Greek