γυναικο-κρατία

γυναικο-κρατία

γυναικο-κρατία, , Weiberherrschaft, Arist. Polit. 5, 11; Plut. Cat. mai. 8; s.-κρασία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσοκρατία — η (Α θαλασσοκρατία, αττ. τ. θαλαττοκρατία) η κυριαρχία, η ηγεμονία τών θαλασσών και ειδικότερα ο έλεγχος στις εμπορικές κυρίως οδούς ναυσιπλοΐας («ἥ τε Μίνω θαλαττοκρατία θρυλεῑται καὶ ἡ Φοινίκων ναυτιλία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * +… …   Dictionary of Greek

  • λογικοκρατία — η φιλοσοφικό σύστημα που θεωρεί τη λογική ως βάση τής φιλοσοφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογική + κρατία (< κράτης < κράτος πρβλ. γυναικο κρατία, λαο κρατία)] …   Dictionary of Greek

  • λαοκρατία — η (Α λαοκρατία) νεοελλ. 1. η άσκηση τών εξουσιών τής πολιτείας από τον λαό 2. το καθεστώς τής λαϊκής δημοκρατίας αρχ. δημοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. γυναικο κρατία, τρομοκρατία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”