- γυναικηρός
γυναικηρός, = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικηρός, = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικηρόν — γυναικηρός masc acc sg γυναικηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek