γυναικ-οπίπης

γυναικ-οπίπης

γυναικ-οπίπης, , nach Weibern gaffend, Eust. Il. p. 851, 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυροπίπης — ὁ, Α (κωμική λ.) αυτός που κοιτάζει με επιθυμία το σιτάρι («γέροντα πυροπίπην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + οπίπης (< ὀπιπεύω* «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] …   Dictionary of Greek

  • πυρροπίπης — ὁ, Α (σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. αντί τού πυροπίπης) παιδεραστής που προτιμάει τα ξανθόμαλλα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «κοκκινομάλλης» + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] …   Dictionary of Greek

  • παρθενοπίπης — ου, ό Α 1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες 2. αυτός που αποπλανεί παρθένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + *οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ οπίπης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”