- γυναικό-φωνος
γυναικό-φωνος, mit weibischer Stimme, Ar. Th. 192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικό-φωνος, mit weibischer Stimme, Ar. Th. 192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεόφωνος — και χαλκόφωνος, ον, Α αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό φωνος, κακό φωνος] … Dictionary of Greek