- γυναικό-φρων
γυναικό-φρων, von weibischer Gesinnung, Eur. frg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυναικό-φρων, von weibischer Gesinnung, Eur. frg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνόφρων — κυνόφρων, ον (Α) αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικό φρων, τυραννό φρων] … Dictionary of Greek
πολεμόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολεμικό φρόνημα, ο φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικό φρων] … Dictionary of Greek
σιδηρόφρων — ήροφρον, Α αυτός που έχει σιδερένια, σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικό φρων] … Dictionary of Greek
τυραννόφρων — ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ν νεοελλ. οπαδός τυραννικού πολιτεύματος μσν. αρχ. αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικό φρων] … Dictionary of Greek