προ-αγωνίζομαι

προ-αγωνίζομαι

προ-αγωνίζομαι, dep. med., vorher, früher kämpfen; τινί , mit Einem; προηγώνισϑε τοῖς Μακεδόσιν, Thuc. 4, 126; sich zum Kampfe vorüben, προαγωνιστέον, Plat. Legg. VII, 796 d; Sp., wie Hdn. 3, 7; περί τινος, D. Sic. 19, 26; προηγωνισμένοι ἀγῶνες, pass., Plut. Aristid. 12; auch = für Einen kämpfen, Flamin. 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • προδιαναθλέω — Μ (για χριστιανό μάρτυρα) αγωνίζομαι πρώτος απ όλους για την επικράτηση τής πίστης μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διά + ἀνά + ἀθλῶ «αγωνίζομαι με ζήλο για την επικράτηση μιας ιδεολογίας»] …   Dictionary of Greek

  • προαθλώ — έω, Α προαγωνίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀθλῶ «αγωνίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προμνηστεύομαι — ΜΑ μσν. αρραβωνιάζομαι εκ τών προτέρων μσν. αρχ. 1. προμνῶμαι* 2. (σχετικά με το αξίωμα τού επισκόπου) αγωνίζομαι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μνηστεύομαι «αρραβωνιάζομαι, αναζητώ, επιδιώκω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερμαχώ — ὑπερμαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι υπέρ κάποιου, αγωνίζομαι για την προάσπιση κάποιου, υπερασπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μαχῶ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ. προ μαχῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”