- ζυγο-ποιός
ζυγο-ποιός, der Joche verfertigt, Pherecr. Ath. VI, 269 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυγο-ποιός, der Joche verfertigt, Pherecr. Ath. VI, 269 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικριοποιός — ἰκριοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο ποιός, κλειδο ποιός] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek