- γυιο-παγής
γυιο-παγής, νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυιο-παγής, νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυμοπαγής — κρυμοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. γυιο παγής, δροσο παγής] … Dictionary of Greek