- κυκνό-μορφος
κυκνό-μορφος, von Schwanengestalt, Φορκίδες Aesch. Prom. 797.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκνό-μορφος, von Schwanengestalt, Φορκίδες Aesch. Prom. 797.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκνόμορφος — κυκνόμορφος, ον (Α) αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό μορφος, ιερακό μορφος] … Dictionary of Greek