- κυκνό-πτερος
κυκνό-πτερος, mit Schwanenflügeln, Eur. Or. 1388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκνό-πτερος, mit Schwanenflügeln, Eur. Or. 1388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανόπτερος — κυανόπτερος, ον (Α) (για πτηνά ή έντομα) αυτός που έχει μαύρα φτερά («κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτερόν (πρβλ. κυκνό πτερος, υμενό πτερος)] … Dictionary of Greek
ταωνόπτερος — η, ο / ταωνόπτερος, ον, ΝΜ, και ταωνόφτερος Ν αυτός που έχει φτερά παγωνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς, ῶνος «παγώνι» + πτερος / φτερος (< πτερόν / φτερό), πρβλ. κυκνό πτερος] … Dictionary of Greek
κυκνόπτερος — κυκνόπτερος, ον (Α) (επίθ. τής Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό πτερος, ορθό… … Dictionary of Greek