- κυνό-μυια
κυνό-μυια, ἡ, Hundsfliege (s. oben κυνάμυια); Ael. H. A. 4, 51. 6, 37; Luc. Gall. 31 u. a. Sp.; – ὦ γαστὴρ κυν. Ep. ad. 107 (Plan. 1, 9); Lucill. (Xt, 265.)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνό-μυια, ἡ, Hundsfliege (s. oben κυνάμυια); Ael. H. A. 4, 51. 6, 37; Luc. Gall. 31 u. a. Sp.; – ὦ γαστὴρ κυν. Ep. ad. 107 (Plan. 1, 9); Lucill. (Xt, 265.)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυιοκέφαλον — και μυοκέφαλον, τὸ (ΑΜ) νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εξέρχεται από τον κερατοειδή χιτώνα σταφυλοειδής φλύκταινα η οποία εξέχει σαν κεφάλι μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + κεφαλή (πρβλ. κυνο κέφαλον)] … Dictionary of Greek