- κυνό-βρωτος
κυνό-βρωτος, von Hunden gefressen, zerrissen, D. L. 9, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνό-βρωτος, von Hunden gefressen, zerrissen, D. L. 9, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπόβρωτος — η, ο (Μ καμπόβρωτος, η, ον) φαγωμένος από κάμπιες, σκωληκόβρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπη (Ι) + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. κυνό βρωτος, σκωληκό βρωτος] … Dictionary of Greek
λεοντόβρωτος — λεοντόβρωτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. θηρό βρωτος, κυνό βρωτος] … Dictionary of Greek
οιωνόβρωτος — οἰωνόβρωτος, ον (Α) αυτός που καταφαγώθηκε από όρνεα, από οιωνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηρό βρωτος, κυνό βρωτος] … Dictionary of Greek