- κυψελίτης
κυψελίτης, ὁ, das Ohrenschmalz, E. M. 549, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυψελίτης, ὁ, das Ohrenschmalz, E. M. 549, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυψελίτης — wax in the ears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίτης — ο (Α κυψελίτης) [κυψελίς] φρ. «κυψελίτης ρύπος» η κυψελίδα τού αφτιού … Dictionary of Greek
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek