κυψελίς

κυψελίς

κυψελίς, ίδος, ἡ, dim. zu κυψέλη, kleines Behältniß, Höhle, Arist. H. A. 9, 30. – Auch das Ohrenschmalz, Luc. Lexiph. 1; VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυψελίς — κυψελίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κυψελίδα …   Dictionary of Greek

  • κυψελίς — wax in the ears fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελίδα — κυψελίς wax in the ears fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελίδας — κυψελίς wax in the ears fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελίδες — κυψελίς wax in the ears fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελίδος — κυψελίς wax in the ears fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελίσιν — κυψελίς wax in the ears fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • κυψελίτης — ο (Α κυψελίτης) [κυψελίς] φρ. «κυψελίτης ρύπος» η κυψελίδα τού αφτιού …   Dictionary of Greek

  • κυψελιδικός — ή, ό [κυψελίς] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κυψελίδες («κυψελιδικά νεύρα») β) αυτός που παράγεται στις πνευμονικές κυψελίδες (α. «κυψελιδικός ήχος τής αναπνοής») 2. φρ. φυσιολ. «κυψελιδικός αέρας» ο αέρας που περιέχεται στις… …   Dictionary of Greek

  • κυψελιδοειδής — ές ανατ. αυτός που έχει μορφή κυψελίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυψελίς, ίδος + ειδής (< εἶδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”