- κυσο-δόχη
κυσο-δόχη, ἡ, = κυσοχήνη, Alciphr. 3, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυσο-δόχη, ἡ, = κυσοχήνη, Alciphr. 3, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυμινοδόχη — κυμινοδόχη, ἡ (Α) κυμινοδόκον*, θήκη για κύμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, κυσο δόχη] … Dictionary of Greek