- κυσο-χήνη
κυσο-χήνη, ἡ, = κυσοδόχη, ein Holz, Stock, in od. an den Sclaven (auch πόρναι ἁμαρτάνουσαι, VLL.) gebunden wurden, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυσο-χήνη, ἡ, = κυσοδόχη, ein Holz, Stock, in od. an den Sclaven (auch πόρναι ἁμαρτάνουσαι, VLL.) gebunden wurden, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek