- κυρτο-ειδής
κυρτο-ειδής, ές, reusenförmig, gekrümmt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυρτο-ειδής, ές, reusenförmig, gekrümmt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοξοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα τόξου νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες») 2. το ουδ. ως ουσ. το τοξοειδές βιολ. βακτηριακό δηλητήριο το οποίο δεν είναι πλέον… … Dictionary of Greek