- κυρταίνω
κυρταίνω, sich krümmen, Suid. v. ὑβός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυρταίνω, sich krümmen, Suid. v. ὑβός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυρταίνω — (AM) [κυρτός] μσν. γίνομαι κυρτός, κάμπτομαι, λυγίζω αρχ. 1. είμαι ανυψωμένος και σχηματίζω κύρτωμα 2. καμπυλώνομαι, κυρτώνομαι, καμπουριάζω («ὑπὸ τῆς βίας κυρταίνειν ἐοίκασιν», Σούδ.) … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek