κυπρισμός

κυπρισμός

κυπρισμός, , die Knospe, Blüthe, bes. die weiße des Oelbaums oder des Weinstocks, LXX u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυπρισμός — κυπρισμός, ὁ (Α) [κυπρίζω] το άνθος ή η άνθηση τής ελιάς ή τής αμπέλου («ἴδωμεν εἰ ἤνθησεν ἡ ἄμπελος ἤνθησεν ὁ κυπρισμός», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • κυπρισμός — bloom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπρισμοῦ — κυπρισμός bloom masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπρισμῶν — κυπρισμός bloom masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπρισμῷ — κυπρισμός bloom masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπρισμόν — κυπρισμός bloom masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρις — (Cypris). Γένος οστρακωδών της οικογένειας των κυπριδών, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μικρά καρκινοειδή των γλυκών νερών. Οι οργανισμοί αυτοί έχουν κεραίες που καταλήγουν σε θύσανο νηματοειδών αποφύσεων, έξι πόδια και σώμα μήκους 0,5 3 χιλιοστών,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԻՊՐՈՍ — (ի.) NBH 1 1097 Chronological Sequence: Early classical Անուն յայտնի կղզւոյ. բայց որպէս բառ եբր. գօֆէր. κύπρος եւ κυπρισμός cyprus եւ cyper, arbur odorata. է անուն անուշահոտ եւ ծաղկահոտ տնկոց. որ ʼի մեզ թարգմանի Նոճ (որպէս կիպարիս). Երգ. ՟Ա. 13:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”