κτῆνος

κτῆνος

κτῆνος, τό, = κτέανον, κτῆμα, Besitz; πάντα δὲ πύργων κτήνη πρόσϑε τὰ δημιοπληϑῆ μοῖρ' ἀλαπάξει Aesch. Ag. 128; – bes. der in Heerden bestehende Besitz, Zuchtvieh, Hausvieh, übh. zahmes Vieh; H. h. 29, 9; Her. 2, 41. 64; ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες Plat. Critia. 109 b; Folgde; LXX auch κτήνη προβάτων καὶ βοῶν. – In allen angeführten Stellen steht der plur. Der sing. bezeichnet ein einzelnes Stück der Heerde, Xen. An. 5, 2, 3; Luc. as. 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτήνος, το — και χτήνος, το,1. ζώο. 2. ως βρισιά, ο άνθρωπος που δεν έχει κανένα ευγενικό κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος: Φύγε να μη σε βλέπω, κτήνος! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτῆνος — flocks and herds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • κτηνώδης — ες και κτηνώδικος, η, ο (AM κτηνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά («κτηνώδης φυσιογνωμία») 2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.). επίρρ... κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής …   Dictionary of Greek

  • κτήνει — κτή̱νει , κτῆνος flocks and herds neut nom/voc/acc dual (attic epic) κτή̱νεϊ , κτῆνος flocks and herds neut dat sg (epic ionic) κτή̱νει , κτῆνος flocks and herds neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ORYX — I. ORYX locus Arcadiae ad Ladonem fluv. Pansan. l. 8. II. ORYX unicorne animal, Aristoteli l. 2. c. 1. et Plinio l. 11. c. 46. quorum hic ponit in censu caprarum silvestrium, quas ut doceat in plurimas figuras transfigurari, postquam caprcas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») …   Dictionary of Greek

  • κτήνειος — κτήνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, κύκν ειος)] …   Dictionary of Greek

  • κτηνάνθρωπος — και χτηνάνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει ένστικτα, διαθέσεις και εκδηλώσεις κτήνους, απάνθρωπος και σκληρός ή ακόλαστος και ασελγής, ανθρωπόμορφο κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”