κτην-ώδης

κτην-ώδης

κτην-ώδης, ες, viehmäßig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεατρώδης — θεατρώδης, ῶδες (AM) μσν. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής αρχ. (με κακή σημ., για πρόσ.) αυτός που αρέσκεται σε θεατρική συμπεριφορά, θεατρικός, θεατρινίστικος, θεατρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κατάλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης, κτην ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κτενώδης — κτενώδης, ῶδες (Α) όμοιος με χτένι, κτενοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + κατάλ. ώδης (πρβλ. κτην ώδης, μυ ώδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”