κτηδών

κτηδών

κτηδών, όνος, ἡ, 1) nach Hesych. der Dreizack. – 2) bei Theophr. u. Mathem. vett. κτηδόνες τοῦ ξύλου, die Fasernim Holz (vgl. εὐκτήδων). – Aehnl. auch die Lagen od. Schichten des Schiefersteins, Diosc. – 3) der Kamm, Sp. Vgl. κτείς u. κτίων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έκκεντρο — Κινηματικό όργανο το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεων, που ρυθμίζονται από οποιονδήποτε νόμο σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ονομάζεται και εκκεντρική βαθμίδα ή, σπανιότερα, κτηδών. Ιδιαίτερα μετασχηματίζει μια ομαλή κυκλική κίνηση ενός άξονα σε… …   Dictionary of Greek

  • ευκτήδων — εὐκτήδων, ον (Α) (για ξύλο) 1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες 2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα τού ξύλου»] …   Dictionary of Greek

  • κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… …   Dictionary of Greek

  • πολυκτηδών — όνος, ὁ, Α (για τον κερατοειδή χιτώνα τού οφθαλμού) αυτός που έχει πολλές στιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτηδών, όνος «στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”