κρῑθίον

κρῑθίον

κρῑθίον, τό, dim. von κριϑή, Long. 3, 30, im plur., vgl. κριϑίδιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριθίον — κριθίον, τὸ (Α) [κριθή] υποκορ. τού κριθή …   Dictionary of Greek

  • κριθία — κριθίον neut nom/voc/acc pl κρῑθίᾱ , κριθιάω suffer from pres imperat act 2nd sg κρῑθίᾱ , κριθιάω suffer from imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίῳ — κριθίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

  • κριθί — το κριθάρι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθίον, υποκορ. τού τ. κριθή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”