- κρῑθίδιον
κρῑθίδιον, τό, dim. von κριϑή, Gerstenkörnchen; Hippocr.; Ath. V, 214 c; im plur. = ein wenig Gerste, wie Luc. as. 3. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῑθίδιον, τό, dim. von κριϑή, Gerstenkörnchen; Hippocr.; Ath. V, 214 c; im plur. = ein wenig Gerste, wie Luc. as. 3. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθίδιον — (Α) [κριθή] (υποκορ. τού κριθή) 1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι 2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια λίγο κριθάρι … Dictionary of Greek
κριθίδιον — decoction of barley neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθιδίοις — κριθίδιον decoction of barley neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθιδίων — κριθίδιον decoction of barley neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίδια — κριθίδιον decoction of barley neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
κριθιδία — η ζωολ. 1. γένος ζωομαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης κινητοπλαστίδια, το οποίο αποτελεί παράσιτο τών ασπονδύλων και ζει κυρίως στο έντερο τών αρθροπόδων 2. μαστιγοφόρος μορφή τής λεϊσμανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crithidia <… … Dictionary of Greek