- κρῑθαία
κρῑθαία, ἡ, Gerstenbrei, H. ep. 15, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῑθαία, ἡ, Gerstenbrei, H. ep. 15, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθαία — κριθαία, ἡ (Α) σούπα από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. αία (πρβλ. αλμ αία, σιτ αία)] … Dictionary of Greek
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
κριθαίην — κρῑθαίην , κριθάω to be barley fed pres opt act 1st sg κριθαία barley pottage fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)