- κρῑθανίας
κρῑθανίας πυρός, ὁ, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῑθανίας πυρός, ὁ, eine der Gerste ähnliche Weizenart, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθανίας — κριθανίας, ὁ (Α) 1. όμοιος με κριθάρι 2. φρ. «κριθανίας πυρός» είδος σιτηρού, πιθ. ο κέγχρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κριθανίας (πυρός) < κριθή + πιθ. κατάλ. ανίας (πρβλ. υφ ανίας) σχηματίστηκε αναλογικά, κατά το πρότυπο τού σητανίας (πυρός)] … Dictionary of Greek
κριθανίας — κριθανίᾱς , κριθανίας like barley masc acc pl κριθανίᾱς , κριθανίας like barley masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek