- κρῑό-πρωρος
κρῑό-πρωρος, von Schiffen, mit einem Vordertheile, das wie ein Widder gestaltet ist; πλοῖον Schol. Plat. Menex. p. 393; σκάφος Schol. Ap. Rh. 1, 256. – Vgl. κριόμορφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῑό-πρωρος, von Schiffen, mit einem Vordertheile, das wie ein Widder gestaltet ist; πλοῖον Schol. Plat. Menex. p. 393; σκάφος Schol. Ap. Rh. 1, 256. – Vgl. κριόμορφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… … Dictionary of Greek