κρᾱτηρίζω

κρᾱτηρίζω

κρᾱτηρίζω, aus Mischgefäßen, d. i. unmäßig trinken; κἠκεκρατηρίχημες wird aus Sophron von Ath. XI, 504 b angeführt für πεπώκειμεν. – Bei Dem. 18, 259 ist ein Geschäft eines Dieners bei den Mysterien damit bezeichnet. Vgl. B. A. 274, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατηρίζω — κρατηρίζω, ιων. τ. κρητηρίζω (Α) [κρατήρ] 1. αναμιγνύω οίνο με νερό μέσα σε κρατήρα 2. εκτελώ καθήκοντα υπηρέτη σε θέματα σχετικά με τους κρατήρες στα οργιαστικά μυστήρια 3. παθ. κρατηρίζομαι πίνω κρασί χωρίς μέτρο από τον κρατήρα, πίνω κρατήρες… …   Dictionary of Greek

  • κρητηρίζω — (Α) ιων. τ. βλ. κρατηρίζω …   Dictionary of Greek

  • κρατηρίζειν — κρᾱτηρίζειν , κρατηρίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατηρίζωμεν — κρᾱτηρίζωμεν , κρατηρίζω pres subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατηρίζων — κρᾱτηρίζων , κρατηρίζω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρατηρίχθημεν — ἐκρᾱτηρίχθημεν , κρατηρίζω aor ind pass 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”