κρᾱτηρίσκος

κρᾱτηρίσκος

κρᾱτηρίσκος, , dim. zu κρατήρ, Ath. XI, 479 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατηρίσκος — κρατηρίσκος, ὁ (Α) 1. μικρός κρατήρας 2. φρ. «κρατηρίσκος τοῡ ὀφθαλμοῡ» το κοίλο τού οφθαλμού (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, ιππ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Άνδρου — Το Αρχαιολογικό Mουσείο της Άνδρου στεγάζεται από το 1981 σε ένα λιτό κτίριο που κατασκευάστηκε με δωρεά του Iδρύματος Bασίλη και Eλίζας Γουλανδρή, στη Χώρα Άνδρου. Η περιήγηση στο μουσείο ξεκινά από τον πρώτο όροφο. Ανεβαίνοντας από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”