- κρίθμον
κρίθμον, s. κρῆϑμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίθμον, s. κρῆϑμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίθμο — το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο… … Dictionary of Greek