- κρίθινος
κρίθινος, von Gerste, aus Gerste bereitet; οἶνος, Gerstenwein, Bier; Ath. I, 16 c X, 447 c; Pol. 34, 9, 35 u. a. Sp.; – ἄρτος, Gerstenbrot, Luc. Macrob. 5; – ἄλευρον u. ä., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίθινος, von Gerste, aus Gerste bereitet; οἶνος, Gerstenwein, Bier; Ath. I, 16 c X, 447 c; Pol. 34, 9, 35 u. a. Sp.; – ἄρτος, Gerstenbrot, Luc. Macrob. 5; – ἄλευρον u. ä., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίθινος — made of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθινος — η, ο (AM κρίθινος, ίνη, ον) [κριθή] παρασκευασμένος από κριθάρι, κριθαρένιος (α. «κρίθινο ψωμί» β. «καὶ κρίθινον κόλλικα δούλιον χόρτον», Αθήν.) αρχ. φρ. α) «κρίθινος Δημοσθένης» παρωνύμιο τού ρήτορα Δεινάρχου β) «οἶνος κρίθινος» ο ζύθος, η μπίρα … Dictionary of Greek
κρίθινος — η, ο που έγινε από κριθάρι (κριθάλευρο), κριθαρένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριθίνων — κρίθινος made of fem gen pl κρίθινος made of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίθινον — κρίθινος made of masc acc sg κρίθινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνη — κρίθινος made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνην — κρίθινος made of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνης — κρίθινος made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνοις — κρίθινος made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνου — κρίθινος made of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθίνους — κρίθινος made of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)