- κράβατος
κράβατος oder κράββατος, ὁ, macedonisches Wort für σκίμπους, von den Atticisten verworfen, Ruhebett, grabatus, N. T.; vgl. Sturz dial. Maced. p. 175 u. Poll. 10, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράβατος oder κράββατος, ὁ, macedonisches Wort für σκίμπους, von den Atticisten verworfen, Ruhebett, grabatus, N. T.; vgl. Sturz dial. Maced. p. 175 u. Poll. 10, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράβατος — και κράββατος, ο (AM κράβατος και κράβαττος και κράβακτος, Α και κράββατος) ανάκλιντρο, κρεβάτι, ιδίως χαμηλό και στενό («ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει», ΚΔ) νεοελλ. μσν. φέρετρο αρχ. όργανο βασανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λαϊκή λ. πιθ. από την αρχ.… … Dictionary of Greek
κράβατος — κράββατος grabattus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GRABATUR — apud Mart. l. 6. Epigr. 39. cuius Epigraphe in Cinnam. v. 4. Sed in grabatis tegetibusque concepti. Idem l. 4. Epigr. 53. cuius Epigraphe ad Cosmum v. 5. Cerea quem nudi tegit nxor abolla grabati. Graece κράβατος, lectus est pensilis, παρὰ τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
κράβακτον — κράβακτον, τὸ (Μ) κράβατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κράβακτος — κράβακτος, ὁ (AM) βλ. κράβατος … Dictionary of Greek
κράββατος — κράββατος, ὁ (Α) βλ. κράβατος … Dictionary of Greek
κραβάτιον — κραβάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κράβατος* … Dictionary of Greek
κραβατάλιον — κραβατάλιον, τὸ (Α) το κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράβατος + κατάλ. άλιον] … Dictionary of Greek
φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι και πταρνίζομαι και πτερνίζομαι Ν εκβάλλω απότομα και με θόρυβο αέρα από το στόμα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτάρνυμαι, κατά τα ρ. σε ίζω, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π στο διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό) … Dictionary of Greek