κράγγη

κράγγη

κράγγη, ἡ, = Folgdm, Arist. H. A. 4, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράγγη — κράγγη, ἡ (Α) βλ. κραγγών …   Dictionary of Greek

  • κραγγών — κραγγών, όνος και κράγγη, ἡ (Α) 1. είδος γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”