κρημν-ώρεια

κρημν-ώρεια

κρημν-ώρεια, , jäher Bergabhang, wie ἀκρώρεια gebildet, Hdn. epimer. p. 232.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεισώρεια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 88 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 79 χλμ. Δ της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (Μ κλεισώρεια) στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών,… …   Dictionary of Greek

  • πρυμνώρεια — ἡ, Α το κατώτατο τμήμα ενός βουνού, οι πρόποδές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + ώρεια (< ὄρος), μέσω ενός αμάρτυρου *πρυμνώρης (πρβλ. κρημν ώρεια). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”