κρηνίδιον

κρηνίδιον

κρηνίδιον, τό, = Folgdm, Arist. mirab. ausc. 117.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρηνίδιον — κρηνίδιον, τὸ (Α) βρυσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βαλαν ίδιον, γρα ΐδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κρηνίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρηνίδιον — Κρηνίδιος masc acc sg Κρηνίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • κρηνίον — κρηνίον, τὸ (Α) [κρήνη] κρηνίδιον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”