κροκάλη — sea shore fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκάλῃ — κροκάλη sea shore fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκάλη — η (Α κροκάλη) βότσαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κρόκη (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
κροκάλη — η βότσαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροκάλαι — κροκάλη sea shore fem nom/voc pl κροκάλᾱͅ , κροκάλη sea shore fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκάλαις — κροκάλη sea shore fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκάλαισι — κροκάλη sea shore fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκάλαισιν — κροκάλη sea shore fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκάλην — κροκάλη sea shore fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκάλης — κροκάλη sea shore fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκάλῃσιν — κροκάλη sea shore fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)