- κροκο-είμων
κροκο-είμων, ονος, mit saffrangelbem Gewande, Schol. Il. 8, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκο-είμων, ονος, mit saffrangelbem Gewande, Schol. Il. 8, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρείμων — και λαμπροείμων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λαμπρά, δηλ. λευκά, ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κροκο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
κροκοείμων — κροκοείμων, όειμον (Α) ο ντυμένος με ένδυμα βαμμένο με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. δροσο είμων, πτερο είμων] … Dictionary of Greek