- κροκύδιον
κροκύδιον, τό, dim. von κροκύς, Theognost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκύδιον, τό, dim. von κροκύς, Theognost.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκύδιον — κροκύδιον, τὸ (AM) [κροκύς] μικρή κροκύδα … Dictionary of Greek
κροκύδιον — picking of flocks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκυδίων — κροκύδιον picking of flocks neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκύδια — κροκύδιον picking of flocks neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… … Dictionary of Greek